- χωριαμός
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) κίστη*, κιβώτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. τού φωριαμός* «κιβώτιο, σεντούκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωριαμός — ἡ, Α (ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ* (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει… … Dictionary of Greek